- τσάγαλο
- çağla, yeşil badem
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τσάγαλο — το, Ν χλωρό αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ. διάγαλο με σημ. «γεμάτο γάλα» (πρβλ. τζάνερο, πιθ. < διά νερο), ενώ, κατ άλλη άποψη, από ένα επίθ. σύ γαλο (< συν * + γάλα). Κατ άλλους, τέλος, η … Dictionary of Greek
τσάγαλο — το χλωρό αμύγδαλο, ο καρπός της τσαγαλιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίγδαλο — το, Ν νωπό αμύγδαλο, τσάγαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσάγαλο, κατ επίδραση τού αμύγδαλο] … Dictionary of Greek
τσαγαλί — το, Ν το χρώμα τού τσάγαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάγαλο + κατάλ. ί, δηλωτική χρωμάτων (πρβλ. βυσσιν ί, θαλασσί)] … Dictionary of Greek